φυλακαί

φυλακαί
φυλακή
fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Φυλάκαι — Φυλάκη fem nom/voc pl Φυλάκᾱͅ , Φυλάκη fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φυλάκᾳ — Φυλάκαι , Φυλάκη fem nom/voc pl Φυλάκᾱͅ , Φυλάκη fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ДЕНЬ —    • Dies, ήμέρα          (ср. также Άφετοι ήμέραι, Афеты, II), означает и Д. естественный (naturalis), и Д. гражданский (civilis). Под первым разумеется время от восхода до заката солнца, а время от заката до восхода солнца называется ночью,… …   Реальный словарь классических древностей

  • CUSTODIA — I. CUSTODIA Imperatoribus olim duplex, ex militibus Praetorianis, et Germanis, quos Corporis Custodes, Scurras, Buccellarios etc. dictos esse, docet Salmas. ad Lamprid. in Alex. Severo. c. 61. At Custodia in Vita S. Aicadri Abbat. Gemetic. c. 28 …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ευθαρσής — ές (ΑΜ εὐθαρσής, ές) 1. αυτός που έχει πολύ θάρρος, ο θαρραλέος αρχ. 1. (για μεταφραστές) ο τολμηρός 2. ο ασφαλής, ο ακίνδυνος («αἱ δὲ φανεραὶ φυλακαὶ δῆλα ἔχουσι καὶ τὰ δεινὰ καὶ τὰ εὐθαρσῆ» οι φανερές φυλακές έχουν φανερά και εκείνα τα οποία… …   Dictionary of Greek

  • μεθημερινός — μεθημερινός, ή, όν (Α) 1. αυτός που γίνεται ή συμβαίνει κατά τη διάρκεια τής ημέρας («μεθημεριναὶ φυλακαί», Ξεν.) 2. (για πυρετό) ο διαλείπων κάθε μέρα, αυτός που επισυμβαίνει μέρα παρά μέρα 3. (το ουδ. ως επίρρ.) τὸ μεθημερινόν κατά τη διάρκεια… …   Dictionary of Greek

  • νυχτερινός — και νυκτερινός, ή, ό (ΑΜ νυκτερινός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νύχτα ή αυτός που συμβαίνει κατά τη νύχτα (α. «νυχτερινές ειδήσεις» β. «ἡνίκα αἱ νυκτεριναὶ φυλακαὶ ἤδη ἔληγον», Ξεν.) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το νυχτερινό η νυκτωδία,… …   Dictionary of Greek

  • παρανυκτερεύω — Α διανυκτερεύω κοντά σε κάποιον ως φύλακας του («τὴν... οἰκίαν... κατεῑχον αἱ φυλακαὶ τῶν παρανυκτερευόντων», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + νυκτερεύω «περνώ τη νύχτα»] …   Dictionary of Greek

  • προς — πρός ΝΜΑ, επικ. τ. προτί, κρητ. τ. πορτί, αργείος τ. προτ(ί), παμφυλιακός τ. περτ(ί), αιολ. τ. πρές Α (πρόθεση, κύρια, μονοσύλλαβη, η οποία, γενικά, συντάσσεται με γενική, δοτική και αιτιατική και δηλώνει την από τόπου κίνηση, τη στάση σε τόπο… …   Dictionary of Greek

  • φυλακή — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 100 μ.), στην πρώην επαρχία Αποκορώνου, του νομού Χανίων. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (4 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκει και άλλος ένας οικισμός, τα Δράμια (υψόμ. 50 μ.). * * * η, ΝΜΑ, και ιδιωμ. τ. φλακή Ν [φύλαξ, ακος]… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”